- ενορκίζω
- ἐνορκίζω (Α) [ορκίζω]1. εξορκίζω, ικετεύω2. μέσ. κάνω κάποιον να ορκιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνορκίζω — ἐν ὁρκίζω make pres subj act 1st sg ἐν ὁρκίζω make pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενορκισμός — ἐνορκισμός, ο (Α) [ενορκίζω] παράκληση, ικεσία με όρκους … Dictionary of Greek